διώκω

διώκω
δῐώκω (δίωκε impv.; -ων; -ειν: fut. διώξω, -ει.)
1 pursue

αὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων N. 10.66

met. try to capture, attain

ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας Ἰσθμίοις ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν I. 4.3

ἀγαπᾶται μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

τερπνὸν ἐφάμερον διώκων ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.40

μὴ πρεσβυτέραν ἀριθμοῦ δίωκε, θυμέ, πρᾶξιν fr. 127. 4.

οὐ μιν διώξω O. 3.45

2 speed, drive cf.

διώξιππος ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ' ἀμαιμακέτου I. 8.35

Ἄβδηρε [σέθ]εν Ἰάονι τόνδε λαῷ [παι]ᾶνα [δι]ώξω Δηρηνὸν Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν (a metaphor derived from the chariot of song) Pae. 2.4
3
a of playing a stringed instrument, run over φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἐπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων (διώκειν δέ φησιν αὐτόν, τὸ τάχος ἐμφῆναι βουλόμενος τῆς πλήξεως. Σ) N. 5.24
b run through a song Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν μιμέο καμπύλον μέλος διώκων (an allusion to the chariot of song, v. Pae. 2.4 supra, and καμπύλον δίφρον 1. 4. 29; here of the hyporchema) *fr. 107a. 3*.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διώκω — διώκω, δίωξα βλ. πίν. 25 (προφ. δι ώκω) Σημειώσεις: διώκω, διώκομαι : το ρήμα σημαίνει → υποβάλλω σε (δικαστική κυρίως) δίωξη και δεν πρέπει να συγχέεται με το διώχνω → απομακρύνω βίαια από κάπου …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διώκω — cause to run pres subj act 1st sg διώκω cause to run pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώκω — και διώχνω και διώχτω (AM διώκω) 1. (για κυνήγι, πόλεμο κ.λπ.) καταδιώκω, κυνηγώ με σκοπό να συλλάβω κάποιον 2. διατυπώνω επίσημα καταγγελία εναντίον κάποιου και κινώ τη διαδικασία να προσαχθεί σε δίκη 3. αποδιώχνω, εκτοπίζω 4. φρ. «ήρθαν τ άγρια …   Dictionary of Greek

  • διώκω — δίωξα, διωγμένος, καταδιώκω, καταζητώ, καταπολεμώ, κινώ ποινική διαδικασία εναντίον κάποιου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διώκετον — διώκω cause to run pres imperat act 2nd dual διώκω cause to run pres ind act 3rd dual διώκω cause to run pres ind act 2nd dual διώκω cause to run imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωκάθω — διώκω cause to run aor subj act 1st sg διώκω cause to run pres subj act 1st sg διώκω cause to run pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώκεσθε — διώκω cause to run pres imperat mp 2nd pl διώκω cause to run pres ind mp 2nd pl διώκω cause to run imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώκετε — διώκω cause to run pres imperat act 2nd pl διώκω cause to run pres ind act 2nd pl διώκω cause to run imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώκῃ — διώκω cause to run pres subj mp 2nd sg διώκω cause to run pres ind mp 2nd sg διώκω cause to run pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώξουσι — διώκω cause to run aor subj act 3rd pl (epic) διώκω cause to run fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διώκω cause to run fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώξουσιν — διώκω cause to run aor subj act 3rd pl (epic) διώκω cause to run fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διώκω cause to run fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”